τουρκομερίτικος

τουρκομερίτικος
η, ον турецкого происхождения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τουρκομερίτικος" в других словарях:

  • τουρκομερίτικος — η, ο, Ν [τουρκομερίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τουρκομερίτες …   Dictionary of Greek

  • τουρκομερίτικος — η, ο αυτός που έχει σχέση με τους τουρκομερίτες (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»